ΥΠ. ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ: Πολιτιστική Κληρονομιά - Αρχαιότητες και Αρχαιολογική Υπηρεσία
Πολιτιστική Κληρονομιά - Αρχαιότητες και Αρχαιολογική Υπηρεσία
Η μέριμνα για την προστασία των αρχαιοτήτων της Ελλάδας εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Αγώνα του 1821, πριν ακόμα συσταθεί το Ελληνικό Κράτος. Πρώτος ο Αδαμάντιος Κοραής σε υπόμνημά του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Ιερά Σύνοδο θέτει τους όρους για να σταματήσει η διαρπαγή των χειρογράφων της Πάτμου και των άλλων νησιών καθώς και η λεηλασία των αρχαιοτήτων από τους αρχαιολάτρες του 18ου και 19ου αιώνα. Παράλληλα ιδρύεται η Φιλόμουσος Εταιρεία με σκοπό την προστασία των αρχαίων, ενώ το 1825 ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας) ως Υπουργός Εσωτερικών της Προσωρινής Διοίκησης εκδίδει διάταγμα για την περισυλλογή των αρχαίων και τη φύλαξή τους στα σχολεία.
Από την Ίδρυση του Ελληνικού Κράτους μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Νομοθετικές Παρεμβάσεις - Ίδρυση Μουσείων και πρώτες αναστηλώσεις
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους το 1828, η Αρχαιολογική Υπηρεσία άρχισε να σχηματίζεται επί Ιωάννη Καποδίστρια, όταν ιδρύθηκε το 1829 το «Εθνικόν Μουσείον Αιγίνης» με διευθυντή τον φιλόλογο και πολιτικό Ανδρέα Μουστοξύδη. Από τα πρώτα έργα του Μουστοξύδη ήταν η σύνταξη αρχαιολογικού νόμου, υπό τη μορφή εγκυκλίου, στα οκτώ άρθρα του οποίου υπήρχαν σημαντικές διατάξεις για την προστασία των αρχαιοτήτων. Τα χρόνια αυτά γίνεται σημαντική προσπάθεια για τη συγκέντρωση και καταγραφή των διάσπαρτων αρχαίων, για να μη γίνεται η λαθραία εξαγωγή τους.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, οι προσπάθειες σταμάτησαν και μόλις το 1833, κατά την οθωνική περίοδο, στο ιδρυτικό Διάταγμα επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως συστήνεται η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών, στις αρμοδιότητες της οποίας αναφέρονται η συντήρηση και προστασία των αρχαιοτήτων, ώστε να μην εξάγονται από το Κράτος. Την ίδια περίοδο οργανώνεται η Αρχαιολογική Υπηρεσία στο Υπουργείο Παιδείας με υπουργό τον Σπ. Τρικούπη και διορίζεται ως Έφορος των αρχαιοτήτων όλης της Ελλάδος ο Βαυαρός αρχιτέκτων Adolf Weissenburg και υποέφοροι ο Κυριακός Πιττάκης στη Στερεά Ελλάδα, ο Ιωάννης Κοκκώνης στα νησιά του Αιγαίου και ο Ludwig Ross στην Πελοπόννησο.
Το 1834 δημοσιεύτηκε το πρώτο νομοθετικό κείμενο, «Περί των επιστημονικών και τεχνολογικών συλλογών, περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών», το οποίο προέβλεπε στο άρθρο 61, ότι όλες οι αρχαιότητες εντός Ελλάδος, ως έργα των προγόνων του ελληνικού λαού, θεωρούνται ως εθνικό κτήμα όλων των Ελλήνων. Ο ίδιος νόμος, που βασίστηκε ουσιαστικά στη νομοθεσία που ίσχυε στην Ιταλία για τις αρχαιότητες της Ρώμης, προέβλεπε επίσης τον διορισμό Γενικού Εφόρου και Εφόρων για κάθε συλλογή.
Το 1834, μετά από μία σύντομη θητεία του Ludwig Ross ως Εφόρου Αρχαιοτήτων με πλούσια επιστημονική δραστηριότητα, ανέλαβε ο Κυριακός Πιττάκης, ο οποίος διοίκησε την Υπηρεσία, αρχικά ως Έφορος του Κεντρικού Μουσείου και αργότερα ως Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων, με σημαντικό έργο στη διάσωση των αρχαιοτήτων, κυρίως της Αθήνας με τη δημιουργία συλλογών στην Ακρόπολη, στο Θησείο, στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, στα γραφεία της Γενικής Εφορείας και στον Πύργο των
Ανέμων. Το όνομά του συνδέθηκε με τη σύνταξη και έκδοση της πρώτης περιόδου της Αρχαιολογικής Εφημερίδος (1837-1860), ενώ το 1837 ιδρύεται η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, η οποία είχε ως σκοπό την ανεύρεση, την αναστήλωση και τη μελέτη των αρχαίων.
Μετά το θάνατο του Κ. Πιττάκη, Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων ανέλαβε ο Παναγιώτης Ευστρατιάδης έως το 1884, στα χρόνια διοίκησης του οποίου ιδρύθηκε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το Μουσείο Ακροπόλεως. Στο αξίωμα αυτό ακολούθησε για μικρό χρονικό διάστημα ο Παναγιώτης Σταματάκης, με πλούσιο ανασκαφικό έργο, κυρίως στη Βοιωτία και Λακωνία, ο οποίος ασχολήθηκε και με την ίδρυση σημαντικών Μουσείων και αρχαιολογικών συλλογών.
Μετά τον θάνατο του Σταματάκη, Προϊστάμενος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας διορίστηκε το 1885 ο Παναγιώτης Καββαδίας έως το 1909. Την περίοδο της θητείας του φρόντισε να δημοσιευθούν πλήθος νόμων, αποφάσεων και εγκυκλίων συμβάλλοντας στην οργάνωση και διαμόρφωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η οποία αποτελούνταν πλέον από έντεκα αρχαιολογικές περιφέρειες. Ένθερμος οπαδός της αναστήλωσης των μνημείων ενθάρρυνε πλήθος αναστηλωτικών επεμβάσεων (Παρθενώνας, πύργος της Νίκης, μνημείο Φιλοππάπου κ.ά) και συνέστησε διεπιστημονικές επιτροπές με αρχαιολόγους και
μηχανικούς για την αντιμετώπιση του θέματος των αναστηλώσεων.
Το σημαντικότερο νομοθετικό του έργο ήταν ο Ν. 2646 του 1899 που αφορούσε κυρίως θέματα της κυριότητας των αρχαίων και ο Ν. 3721 του 1910 «Περί Οργανώσεως της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως» στις διατάξεις του οποίου προβλεπόταν η δημιουργία Γραφείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, καθώς και Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Την ίδια περίοδο υπήρξαν νομοθετήματα περί ιδρύσεως ειδικού αρχαιολογικού ταμείου (Ν.
3729/1911) και περί ιδρύσεως Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου (Ν. 3730/1911). Η χώρα διαιρέθηκε την περίοδο αυτή σε επτά αρχαιολογικές περιφέρειες, ενώ κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων το 1915 έγινε νέα διαίρεση σε 12 αρχαιολογικές περιφέρειες από τον τότε προϊστάμενο της Υπηρεσίας Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη, ο οποίος θα μείνει επικεφαλής της Υπηρεσίας έως το 1933. Κατά τη θητεία του η Αρχαιολογική Υπηρεσία δραστηριοποιήθηκε στην Μ. Ασία με τη συγκέντρωση και καταγραφή αρχαίων και τη φροντίδα των αρχαιολογικών χώρων της περιοχής.
Το σημαντικότερο νομοθετικό κείμενο της περιόδου είναι ο Ν. 5351/1932. Πρόκειται για τον λεγόμενο αρχαιολογικό νόμο με βάση τις διατάξεις του οποίου προστατεύτηκαν οι αρχαιότητες από το 1932 και εξής, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανικών και μεσαιωνικών μνημείων.
Την περίοδο του πολέμου του 1940 και μετά την παραίτηση του Σπ.Μαρινάτου, επικεφαλής της Υπηρεσίας έγινε ο καθηγητής Αντώνιος Κεραμόπουλλος, ο οποίος έμεινε στη θέση αυτή έως το 1949. Τα χρόνια της κατοχής αρχαιολόγοι και τεχνικοί φρόντισαν για τη φύλαξη των εκθεμάτων των μουσείων σε ασφαλή καταφύγια, ενώ μεγάλες ζημιές υπέστησαν από τους βομβαρδισμούς τα βυζαντινά και νεώτερα μνημεία.
Η Αρχαιολογική Υπηρεσία μετά τα μέσα του 20ου αιώνα
Νέα ώθηση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας πραγματοποιείται το 1958 με Προϊστάμενο της Υπηρεσίας τον Ι. Παπαδημητρίου, την εποχή του οποίου πραγματοποιήθηκε η μεταφορά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως με έδρα τη Βουλή των Ελλήνων (1960) και με τον τίτλο “Υπηρεσία Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων”. Επίσης, με νόμο του 1963 ιδρύθηκε η Εφορεία Νεωτέρων μνημείων με αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια, καθώς και η Εφορεία Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών αρχαιολογικών συλλογών. Με τον θάνατο του Παπαδημητρίου η οργάνωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας συνεχίστηκε έως το 1967 με προϊστάμενο τον Ιωάννη Κοντή, την εποχή του οποίου αυξήθηκε το επιστημονικό και φυλακτικό προσωπικό της Υπηρεσίας.
Το 1971 με την δημιουργία πλέον του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών (ΥΠΠΕ), η Αρχαιολογική Υπηρεσία αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά και νευραλγικά τμήματα του. Παρόλο που έως το 1977 το Υπουργείο Πολιτισμού λειτούργησε χωρίς Οργανισμό, εφαρμόζονταν κατά περίπτωση οι προγενέστερες διατάξεις περί Προστασίας των Αρχαιοτήτων. Με την εφαρμογή του Οργανισμού του 1977 δημιουργήθηκαν πολλές περιφερειακές Υπηρεσίες και συγκεκριμένα: 25 Εφορείες Προϊστορικών/Κλασικών, 13 Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και 7 Εφορείες
Νεωτέρων Μνημείων. Ειδικές Περιφερειακές μονάδες αποτέλεσαν οι Εφορείες Αρχαιοπωλείων, Παλαιοανθρωπολογίας, Εναλίων αρχαιοτήτων και τα Αρχαιολογικά Ινστιτούτα, καθώς και τα μουσεία, Εθνικό, Βυζαντινό, Επιγραφικό και Νομισματικό.
Επιπλέον δημιουργήθηκε η Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού που είχε αρχικά ως αρμοδιότητα την προστασία και ανάδειξη της λαϊκού πολιτισμού και των νεωτέρων μνημείων κινητών και ακινήτων σύμφωνα με το Ν. 1469/1950. Το αντικείμενο της Δ/νσης διευρύνθηκε και με τις νεώτερες επιστημονικές αντιλήψεις περιλαμβάνοντας την προβιομηχανική και βιομηχανική κληρονομιά, την άυλη πολιτιστική κληρονομιά και τα διαπολιτισμικά θέματα.
Με τον Οργανισμό του Υπουργείου του 2003 (ΠΔ.191/13-6-2003), πραγματοποιήθηκε διαφορετική διάρθρωση των Υπηρεσιών του Υπουργείου. Για πρώτη φορά δημιουργήθηκε Διεύθυνση Μουσείων με αρμοδιότητα τα αρχαιολογικά δημόσια μουσεία και συλλογές καθώς και την εποπτεία των ιδιωτικών αρχαιολογικών μουσείων και συλλογών συμπεριλαμβανομένων και των εκκλησιαστικών.
Με το ΠΔ.104/28-8-2014 άλλαξε κυρίως η διάρθρωση των περιφερειακών υπηρεσιών. Για πρώτη φορά οι Εφορείες Προϊστορικών-Κλασικών Αρχαιοτήτων και οι Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ενοποιήθηκαν και δημιουργήθηκαν ενιαίες Εφορείες Αρχαιοτήτων ανά Περιφερειακή Ενότητα. Η ίδια διάρθρωση διατηρήθηκε και με τον Οργανισμό του Π.Δ. 4/22-01-2018.
Το Έργο των Αναστηλώσεων
Η αρχαιολογική Υπηρεσία, εκτός από την αποκάλυψη και διάσωση των αρχαιοτήτων είχε τη μέριμνα για την αναστήλωση των μνημείων. Η πρώτη ειδική Υπηρεσία δημιουργήθηκε με το ΒΔ/28-2-1894, σύμφωνα με το οποίο συστάθηκε Επιτροπή που ασχολήθηκε με τα μνημεία της Αθήνας και συγκεκριμένα της Ακρόπολης, όπου οι σχετικές αναστηλωτικές εργασίες ξεκίνησαν το 1895 με τη διεύθυνση του αρχιτέκτονα Νικόλαου Μπαλάνου. Με τον Ν.3827/1911 ιδρύθηκε “Αρχιτεκτονικόν γραφείον σχολικών κτιρίων και συντηρήσεως αρχαίων μνημείων και αρχαιολογικών μουσείων” με
προϊστάμενο τον Νικόλαο Μπαλάνο και συνεργάτη τον Αναστάσιο Ορλάνδο.
Το 1939 ιδρύεται η Υπηρεσία Αναστηλώσεων αρχαίων και ιστορικών μνημείων, υπό τη διεύθυνση του Αναστάσιου Ορλάνδου , ο οποίος θα παραμείνει Διευθυντής έως το 1958 που θα αποχωρήσει από την Υπηρεσία, με εκτεταμένη και πλούσια δραστηριότητα επεμβάσεων σε κλασικά και βυζαντινά μνημεία (τείχη Μυκηνών, ναός Αθηνάς Νίκης, ναός Σουνίου και Αφαίας, Μυστράς, Βυζαντινά μνημεία Θεσσαλονίκης κ.α.). Μετά τον Αναστάσιο Ορλάνδο η Διεύθυνση Αναστηλώσεως θα αναδιοργανωθεί το
1965 από τον Χαράλαμπο Μπούρα και θα διαμορφώσει κατά κάποιο τρόπο την σύγχρονη
εικόνα των σπουδαιότερων αρχαιολογικών μνημείων και χώρων της Ελλάδος με σημαντικές επεμβάσεις σε πολλά μνημεία.
Με τον Οργανισμό του 1977 θεσμοθετήθηκε, η Επιτροπή Ακροπόλεως, η οποία αποτέλεσε την πρώτη διεπιστημονική επιτροπή επιβλέψεως εργασιών συντήρησης και αναστήλωσης στο νεοσύστατο Υπουργείο. Αργότερα, δημιουργήθηκε μία νέα περιφερειακή υπηρεσία, η Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης (ΥΣΜΑ) που διαχειρίζεται έως σήμερα τα έργα συντήρησης και αναστήλωσης που εκτελούνται στην Ακρόπολη υπό την επιστημονική ευθύνη της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως (ΕΣΜΑ). Ο θεσμός των διεπιστημονικών επιτροπών διευρύνθηκε στις επόμενες δεκαετίες, με αποτέλεσμα το 2004 να λειτουργούν 26 παρόμοιες επιτροπές, τις πιστώσεις των έργων των οποίων διαχειριζόταν από το 1992 έως την κατάργησή του το 2013 το Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση των Αρχαιολογικών Έργων (ΤΔΠΕΑΕ), ΝΠΙΔ εποπτευόμενο και επιχορηγούμενο από το ΥΠΠΟ.
ΠΗΓΗ: https://www.culture.gov.gr/DocLib/YPPOA_istoriko_images_2.pdf
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ BLOG:
ΤΗΛ 6937248098 - ΕΜΑΙΛ: esy.kallitheasrodou@gmail.com
FACEBOOK:Ε.ΣΥ Καλλιθέας ΡΟΔΟΥ
TWITTER: ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ ΡΟΔΟΥ
INSTAGRAM: esykallitheasrodou
ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ:
https://www.eurovouli.gr
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ “ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ”
http://politikosforeas.e-sy.gr
ΚΕΝΤΡΙΚΗ Ε.ΣΥ.
http://www.e-sy.gr
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ
ΜΕΤΟΧΕΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ http://trapeza-anatolis.oramaellas.gr
600 ΔΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ http://600dis.oramaellas.gr
50 ΔΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ http://cyprus.oramaellas.gr
ΔΟΜΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΡΓΩΝ ΣΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ
http://dimoi.oramaellas.gr
ΠΡΟΣΟΦΟΡΑ ΕΞΑΓΟΡΑΣ ΜΕΤΟΧΩΝ Τ.Χ.Σ.
http://txs.oramaellas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.